ὁλόπυρος

ὁλόπυρος
ὁλόπυρος
of unground wheat
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολόπυρος — (I) ὁλόπυρος, ον (Α) αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκό πυρος)]. (II) ὁλόπυρος, ον (Μ) αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή… …   Dictionary of Greek

  • ὁλόπυρον — ὁλόπυρος of unground wheat masc/fem acc sg ὁλόπυρος of unground wheat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”